- νυμφαγενής
- νυμφαγενής και νυμφηγενής και νυμφογενής -ές (Α)1. αυτός που γεννήθηκε από Νύμφη2. (για τον Πάνα) αυτός που ανατράφηκε από Νύμφη.[ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής. Οι τ. νυμφαγενής και νυμφηγενής με -ᾱ- και -η-, για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.